Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Άνθρωπος: Ο παραγωγός κρίσεων...


Είναι απορίας άξια η ακρίβεια με την οποία επαναλαμβάνεται η ιστορία. Κυρίως δε σε θέματα κρίσεων. Οι εικόνες επαναλαμβάνονται με συνέπεια, συγκρίνοντας ακόμα και εντελώς διαφορετικές εποχές. Τι προκαλεί τις κρίσεις; Γιατί ο άνθρωπος είναι εν τέλει τόσο προβλέψιμα επιρρεπής στην καταστροφή; Αυτό που μας οδηγεί σε κρίσεις είναι η ίδια μας η βαθύτερη φύση· ο εαυτός στην προσωπική του αναζήτηση για ισορροπία ανάμεσα σε δύο κύριες τάσεις.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, ο άνθρωπος φαίνεται πως τείνει να μοιράζεται ανάμεσα σε δύο αναζητήσεις. Από την μία προσπαθεί να αποφεύγει τον κόπο της εργασίας, από την άλλη, επιδιώκει όλο και να ανυψώνει το βιοτικό του επίπεδο επιζητώντας μια αύξουσα κατανάλωση. Αυτή είναι μια σχέση που χρειάζεται προσοχή. Δεν είναι εκείνη που ευθύνεται για την πρόκληση των κρίσεων παρ' όλα αυτά. Η επιθυμία του ανθρώπου να αναζητά τρόπους να διευκολύνει την εργασία του και η ικανότητα του να πετυχαίνει αυτούς τους τρόπους είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της κυριαρχίας του σαν ον. Αυτή μας η επιδίωξη για μια όλο και πιο αυξημένη αποδοτικότητα είναι η αιτία που μας οδηγεί σε κοινωνική εξέλιξη. Αυτό είναι και το κινητήριο καύσιμο που μας οδήγησε από την πρωτόγονη εποχή στη σύγχρονη κοινωνία. Από την άλλη μεριά, η αύξουσα κατανάλωση, είναι κάτι που προκύπτει από αυτήν τη κοινωνική εξέλιξη. Είναι λοιπόν αποτέλεσμα που προκύπτει από την ύπαρξη μιας ευνοϊκότερης, σε σχέση με πριν, κατάστασης -αν και μπορεί, σε περιπτώσεις, να λειτουργήσει και σαν ερέθισμα για την επιδίωξη μιας καλύτερης κατάστασης. Το πρόβλημα, εν ολίγοις, δεν βρίσκεται σ' αυτές καθ' αυτές τις δύο τάσεις. Βρίσκεται στην ανικανότητα του ανθρώπου να τις ισορροπήσει. Η λαιμαργία από την οποία κατευθύνεται προς την μία μόλις νιώσει λίγο ασφαλής και σίγουρος.

Κατευθυνόμενος από αυτή τη λαιμαργία, ο άνθρωπος ξεχνάει. Ξεχνάει ότι για να αναζητάς περισσότερα από πριν, πρέπει να έχεις φτάσει σε θέση να αποδίδεις περισσότερα από πριν. Τυφλώνεται από επιπολαιότητα παραβλέποντας ότι η κατανάλωση δεν είναι εξέλιξη, αλλά αποτέλεσμα αυτής. Ζητάει περισσότερα λοιπόν από όσα αναλόγως διατίθεται να αποδώσει.

Έτσι κι εμείς εδώ, φτάνοντας στο σήμερα και στα μέρη μας, καταναλώναμε χωρίς περιορισμό θεωρώντας την διαδικασία αυτή οδηγό της (κάποιας) εξέλιξης. Αποφεύγαμε τον κόπο της εργασίας όχι όμως εμπνευσμένοι και προσανατολιζόμενοι προς καλύτερες μεθόδους για αύξηση της αποδοτικότητας αλλά με ένα αίσθημα αποστροφής για τον κόπο. Θεωρήσαμε ότι σε μια εξελιγμένη κοινωνία ο κόπος, και ειδικά ο χειρωνακτικός, αποτελεί διαδρομή μιας προηγούμενης εποχής, νομίσαμε ότι σε αυτή την εξελιγμένη εποχή ήρθε η ώρα να γευτούμε τους "άλλοτε" κόπους, μιας άλλοτε δύσκολης γενιάς. Αλλά ποιος είπε ότι είμαστε εξελιγμένη εποχή; Ποιος είπε ότι είμαστε η γενιά των προνομίων;

Η κρίση στην Ελλάδα, προήλθε κατά ένα μεγάλο μέρος από αυτή ακριβώς τη συμπεριφορά. Αύξηση της κατανάλωσης χωρίς πρόοδο της αποδοτικότητας του συστήματος. Αποστροφή της χειρωνακτικής εργασίας, προσκόλληση στη γραφειοκρατική απασχόληση(αναζητώντας πια απασχόληση, όχι εργασία), αστυφιλία, απομάκρυνση από την γόνιμη ύπαιθρο. Αντιληφθήκαμε ότι μπορούσαμε πλέον να καταναλώσουμε. Καταναλώσαμε λοιπόν, όχι προϊόντα καθ' αυτά αλλά φιλοδοξίες. Το πρόβλημα είναι πως μάθαμε ότι γίνεται πιο καλά σαν το κάνεις με πίστωση. Κι αν είναι μια φορά επικίνδυνο να ψωνίζεις επί πιστώσει, είναι πολλαπλώς επικίνδυνο να ψωνίζεσαι επί πιστώσει. Το να αγοράζεις για να ικανοποιήσεις τις φιλοδοξίες σου είναι διαδικασία ακόρεστη και πολύ πιο μεθυστική από το να αγοράσεις ένα μπουκάλι κρασί για να ικανοποιήσεις τη μέθη σου. Αν σου πάρουν πίσω το μπουκάλι μπορεί να πέσεις σε κατάθλιψη αν αρχίσουν να σου ζητούν πίσω τις δανεικές φιλοδοξίες τότε κλονίζεσαι σε βάθος διότι αντιλαμβάνεσαι ότι ο τρόπος ζωής σου ήταν δανεικός και αναστρέψιμος. Δεν στενοχωριέσαι απλώς, τρομοκρατείσαι. Και έρχεται πάντα αυτός ο καιρός. Τραβιούνται πίσω τα νερά και η παλίρροια δείχνει ποιοι κολυμπούσαν γυμνοί. Τότε, σαφώς, αντιλαμβάνονται όλοι έμπρακτα, ότι τα ξένα χρήματα δεν ήτανε "καλή καρδιά" αλλά χοντρό παιχνίδι.

Στο παιχνίδι αυτό, αντίθετα με την μπλόφα της ισχύς, μία είναι η αλήθεια. 'Ολοι χάνουν. Όλοι όσοι πίστεψαν στην ουτοπία της αέναης ποσότητας. Όλοι όσοι αφέθηκαν αβάσταχτα στο φαγοπότι του "δώσε" και του "φέρε"· χαρούμενοι συμβαλλόμενοι, ανάλαφροι από συγκρατήσεις. Χάνουν και όλοι όσοι ανέχτηκαν. Την ανοχή την χωρίζει ένα γράμμα από την ενοχή και η απόσταση αυτή είναι πολύ μικρή για να την γλυτώσει από τον λεκέ της. Δυστυχώς ή ευτυχώς τα πράγματα φαίνεται πως έχουν έτσι.

Οι ανθρώπινες κρίσεις πηγάζουν απ' τον άνθρωπο και επηρεάζουν τον άνθρωπο. Οι κρίσεις και δη αυτές που αποτελούν προϊόν χρόνιας καλλιέργειας δεν χαρακτηρίζονται από καλό και ορθό σχεδιασμό αλλά μάλλον από τυχαιότητα, αστάθεια και ανωμαλία. Είναι προϊόν της φύσης μας, με χαρακτηριστικά της φύσης μας. Ο λόγος που είναι ανεξέλεγκτες είναι διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να ελέγξει τον εαυτό του. Και αυτό αποτελεί και την αιτία που θα εμφανίζονται κρίσεις, εσαεί.  

1 σχόλιο:

Μάνος Ορφανουδάκης είπε...

Στα χωριά ζουν άλλοι άνθρωποι, με διαφορετικά μυαλά από τους ανθρώπους της πόλης. Τους ονομάζουν χωριάτες. Έχουν πιο τραχιά χέρια και πιο λερωμένα πανιά από τους ανθρώπους στις σχισμάδες, παρ' όλο που έχουν πολύ περισσότερο να φάνε από εκείνους. Η ζωή τους είναι πολύ πιο υγιεινή και πολύ πιο όμορφη από τη ζωή των ανθρώπων στις σχισμάδες. Οι ίδιοι όμως δεν το πιστεύουν αυτό και φθονούν εκείνους που ονομάζουν τεμπέληδες, επειδή δεν βάζουν τα χέρια τους στο χώμα για να βάλουν ή να βγάλουν καρπούς. Ζουν σε εχθρική σχέση μαζί τους, γιατί αναγκάζονται να μαζεύουν τους καρπούς που τρώει ο άνθρωπος των σχισμάδων, αναγκάζονται να βοσκάν και να μεγαλώνουν τα ζώα μέχρι να παχύνουν και να του δίνουν και απ' αυτά τα μισά. Πάντως κουράζονται πολύ για να βρουν τροφή για όλους τους ανθρώπους των σχισμάδων και δεν βλέπουν το λόγο γιατί εκείνοι να φοράν ωραιότερα πανιά από αυτούς τους ίδιους και να έχουν ωραιότερα άσπρα χέρια και να μην είναι υποχρεωμένοι να ιδρώνουν πολύ στον ήλιο και να κρυώνουν πολύ στη βροχή.

Ο άνθρωπος των σχισμάδων όμως πολύ λίγο ενδιαφέρεται γι' αυτό. Πιστεύει βαθιά ότι έχει ανώτερα δικαιώματα από το χωριάτη και ότι τα έργα του έχουν μεγαλύτερη αξία από το να βγάζει και να βάζει καρπούς στη γη. Αυτή η διαμάχη ανάμεσα στα δύο μέρη δεν είναι βέβαια τέτοια που να οδηγεί σε πόλεμο. Συνήθως ο Παπαλάνγκι, αδιάφορο αν ζει ανάμεσα σε σχισμάδες ή στην ύπαιθρο, τα βρίσκει όλα εντάξει όπως είναι. Ο άνθρωπος της υπαίθρου θαυμάζει το βασίλειο του ανθρώπου στις σχισμάδες, όταν πηγαίνει εκεί και ο άνθρωπος των σχισμάδων τραγουδά και ενθουσιάζεται όταν περνά μέσα από τα χωριά του ανθρώπου της υπαίθρου. Ο άνθρωπος των σχισμάδων αφήνει τον άνθρωπο της υπαίθρου να παχαίνει τεχνητά γουρούνια, ο δεύτερος πάλι αφήνει τον άνθρωπο των σχισμάδων να χτίζει τα πέτρινα μπαούλα του και να τ' αγαπά.

Εμείς όμως, που είμαστε ελεύθερα παιδιά του ήλιου και του φωτός, θα μείνουμε πιστοί στο μεγάλο Πνεύμα και δεν θα του βαρύνουμε την καρδιά με πέτρες. Μόνο παραπλανημένοι, άρρωστοι άνθρωποι, που δεν κρατάν πια το χέρι του Θεού, μπορούν να ζουν ευτυχισμένοι ανάμεσα σε πέτρινες σχισμάδες χωρίς ήλιο, φως και αέρα. Ας χαρίσουμε στον Παπαλάνγκι την αμφίβολη ευτυχία του, αλλά ας τσακίσουμε κάθε του προσπάθεια να χτίσει και στις δικές μας ηλιόλουστες παραλίες πέτρινα μπαούλα και να σκοτώσει την ανθρώπινη χαρά με πέτρες, με σχισμάδες, με βρωμιά, με θόρυβο, με καπνό και με σκόνη, όπως το θέλει το μυαλό του και είναι ο στόχος του.



(Οι εντυπώσεις του φυλάρχου Τουιάβιι μετά το ταξίδι στην Ευρώπη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για να δει από κοντά ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι που ήρθαν στον τόπο του και ήθελαν να αλλάξουν την θρησκεία και τον τρόπο ζωής των ιθαγενών. Όταν γύρισε πίσω θέλησε να πληροφορήσει τους συμπατριώτες του για όσα είδε.
"Ο ΠΑΠΑΛΑΝΓΚΙ",Εκδόσεις "ύψιλον")