Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ο Προφήτης Και Οι Σοσιαλιστές Της Καπιταλιστικής Κομμούνας

Άνθρωπος δεν φανταζόταν πως μέρες σαν κι αυτές θα βρισκόταν ένας που να κουβεντιάζει ιστορίες στην παλιά πλατεία. Και τι ιστορίες! Όσοι ήταν τριγύρω μαζεύτηκαν και τα αυτιά τους είχαν γουρλώσει σαν τα μάτια τους. Ήταν τόσο απορροφημένοι που ο σφυρίχτρας ο ντόπιος πορτοφολάς θα είχε κάνει την τύχη του έτσι και τον έβγαζε ο δρόμος κατα δω -αν βέβαια δεν κοιμόταν ολομέθυστος στα κάτω δώματα της πόλης, ξεχαρβαλωμένος απο το πιοτό. Αλλά δεν θέλω να κάνω τον αστείο σε τόσονά σοβαρό γεγονός. Ξεκινώ να σας λέω τ' αποκείνα τα περίεργα που ξεστόμιζε αυτός ο παράξενος.

Ερχόταν λέει απ' έναν τόπο, παράδεισο σκέτο· με πράσινα σπίτια, χρυσά μονοπάτια και φωτεινές φυλλωσιές σκόρπιες ανάμεσα σε χαμογελαστούς κατοίκους, που κι αν δεν τους έβλεπες να φοράνε φανταχτερά κοσμήματα λαμπύριζαν τόσο που στο δρόμο καθώς χαιρετιζόντουσαν μισόκλειναν τα μάτια και σήκωναν το χέρι χαμογελώντας, έτσι όπως κάνουμε κι εμείς εδώ αν τύχει να κοιτάξουμε πάνω τον ήλιο. «Σε αυτά τα ανόμαστα μέρη, έλεγε με αέρα υπερηφάνιας, η κουβέντα μας είναι πιο δυνατή κι απο δέκα άλογα του ζευγά κι ο λόγος μας πιο βαρύς απο χίλια ψηλά βουνά. Κι αν ήρθα απο τέτοια μέρη εδώ σε εσάς, είναι που ακούγεται πως ο λόγος σας δεν μπορεί να βαστάξει παιδί που θα κάνει πάνω τον αγκώνα του για να ξαποστάσει και η κουβέντα σας είναι ξυλαράκι τόσο φτενό που δεν μπορεί να φέρει αντίσταση σε δυο κοκαλιάρικα δάχτυλα. Και που ανέχεστε ακόμα ο ένας τον άλλο είναι για να απορείς. Μα θα σας μιλήσω καλοί μου πολίτες αυτού του τόπου, έτσι ώστε να κάνετε τον λόγο σας βαρύ και στέρεο σαν τον καρφωμένο βράχο της ακρογιαλιάς και τις κουβέντες σας ατράνταχτες σαν τον κορμό γερού δεντρού. Ήρθα να σας πω αυτά που ζητάτε να μάθετε σε τέτοια εποχή». 

Έτσι όπως σας τα λέω συνέχιζε· κι όσο έβγαιναν οι κουβέντες απο το στόμα του, όλο και σώπαιναν οι μουρμούρες απο το κοινό που είχε μαζευτεί με την ώρα σε πλήθος. «Ακούω τι γίνεται στον τόπο σας και πως η ζωή σας ταράζεται. Χάνετε την ηρεμία σας μα αυτό, μα την πίστη μου, δεν είναι κακό -γιατί δεν είναι ηρεμία γαλήνης αυτό που σας αναστατώνουν οι ταραχές σήμερα, αλλά μια τέτοια νεκρή ηρεμία σαν εκείνη που απλώνεται σε τοπίο απανθρακωμένου δάσους σαπίζοντας κάθε τι προηγούμενα ζωηρό μέσα στο χαμένο βλέμμα του θεατή που τάσσεται κενός. Σαν άπνοια που έρχεται στον κάμπο με τις αντιδράσεις σας και τις πνίγει. Αναρωτιέστε όλοι εδώ τι αλλαγές θα φέρουν οι καιροί. Ζητάτε έναν προφήτη, κάποιον να σας πει που θα οδηγήσει το μέλλον -έτσι τρομοκρατημένοι που είστε, πως θα σας άρεσε. Ήρθα λοιπόν και θα σας διηγηθώ ακριβώς τι θα γίνει».

Μας φόβιζε μια μεγάλη κρίση που ξεσπούσε στον τόπο μας, κρίση της χώρας ολόκληρης. Τη μέρα που μας τα λεγε τούτα είχαμε δει άλλους 9 εμπόρους της αγοράς να βάζουν λουκέτο. Την περασμένη βδομάδα όμως ήταν άλλοι τόσοι, κι άλλοι τόσοι πιο πριν. Σε λίγο καιρό ακόμα θα είχαμε ερημώσει για τα καλά. Αυτή η παλιοκατάσταση άλλοτε ξεχνιόταν κάπως και ηρεμούσαμε, άλλοτε φούσκωνε σαν τη θάλασσα στον βοριά κι ούτε ο πιο ξύπνιος δεν ήξερε για πόσο θα βαστάξει. Και καθώς φαινόταν άνθρωπος που ξέρουνε για τι μιλούν τα χείλη του, όλοι ήταν κρεμασμένοι από δαύτα περιμένοντας την άποψη του για τα γεγονότα. -Τι πιστεύεις εσύ άνθρωπε, πετάγεται ένας βιαστικός -μπουλούκος με αφράτα λαιμά-, θα φτιάξουν τα πράγματα; Εδώ ο κόσμος αρχίζει να πεινάει· δεν υπάρχει φαΐ!

«Η έλλειψη των αγαθών είναι αυτό που σας τρομάζει ή η προμηνυόμενη, στ' αλήθεια, δυσκολία να τα αποκτήσετε;» Ρώτησε εκείνος. «Ή μήπως φοβάστε μην χάσατε κι όσα έχετε; Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η έλλειψη φαγητού που σε ταράζει φίλε μου. Κι αν σου πω ότι όλα θα φτιάξουν; Αν σου πω, ξάπλωσε ξανά να κοιμηθείς, κι όλα καλά θα πάνε· θα σου αρκέσει για να σε ηρεμήσω; Μπορεί και ναι, αλλά μην νομίζεις πως θα σου πω ψέματα. Περνάτε σε εποχή από τα πιο πολλά στα λιγότερα και σε αυτές τις εποχές δεν ανθίζει το χαμόγελο. Μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι δεν είδαν ποτέ χαρά με τα πιο λίγα, παρά μόνο με την ελπίδα για περισσότερα· θα σου πω λοιπόν ακριβώς τι θα γίνει: Ο κάτοικος θα τρομάξει κι ο περίοικος θα θρηνήσει, ο ένοικος θα δει τον δρόμο κι ο έμμισθος θα αντικρίσει πιο πολύ τα παιδιά του στο σπίτι, ο μισθωτής θα βρει τα σπίτια του άδεια κι ο παντοπώλης θα δει το τρόφιμό του να χαλά. Μα άμα ο κάτοικος δεν κάνει το φόβο του πίστη, κι αν ο περίοικος δεν κάνει τον θρήνο του ποίημα, κι άμα ο ένοικος δεν κάνει τον δρόμο ταξίδι, κι αν ο έμμισθος δεν κάνει τον χρόνο του παιχνίδι στα παιδιά του, κι άμα ο μισθωτής δεν γεμίσει τα άδεια σπίτια του με άστεγους, και αν ο παντοπώλης δεν δώσει το εμπόρευμα του τροφή για τους πεινασμένους, τότε, ο κόσμος μπορεί να παινεύεται ότι ήρθε κι ότι έφυγε, και τι κι αν ήρθε, τι κι αν έφυγε».

2 σχόλια:

Unknown είπε...

ο λόγος στο κείμενο 'ρέει' σαν νερό..ειλικρινά σ'ευχαριστώ που μου δόθηκε η δυνατότητα να το διαβάσω..

EKATERINI είπε...

πολύ ωραίο...συγχαρητηρια Μανόλη!